- υπερτονικός
- -ή, -ό, Ν1. χημ. (για διάλυμα) αυτός που έχει υψηλότερη ωσμωτική πίεση από αυτήν που έχει ένα γειτονικό διάλυμα ή ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται, αλλ. υπέρτονος2. ιατρ. (για στόμαχο) αυτός που παρουσιάζει αυξημένο τόνο τού μυϊκού τοιχώματος σε συνδυασμό, κατά κανόνα, με υπερχλωρυδρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Θερειανό].
Dictionary of Greek. 2013.